Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

«Ο φούρνος που δεν γκρεμίστηκε»


Μια φορά και έναν καιρό…………
Σε μια πολύβουη μα μικρή πόλη,  όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους όπως στα χωριά, ήταν χτισμένος ένας φούρνος.
Ο φούρναρης  ήταν ο πιο γελαστός άνθρωπος στο χωριό.
Κάθε μέρα, συναντούσε πολύ κόσμο, κόσμο αγχωμένο, κόσμο σκυθρωπό από τις πολλές υποχρεώσεις και πάντα, μα πάντα, τους χάριζε ένα από τα χαμόγελά του.
Το μαγαζί άνοιγε πριν ακόμα ξημερώσει και οι εργατικοί άνθρωποι έπιαναν δουλειά μέχρι αργά το μεσημέρι για να βγάλουν το μεροκάματο και να μπορέσουν να θρέψουν τις οικογένειές τους. Ήταν πολλοί οι εργαζόμενοι σε αυτόν τον φούρνο, το επάγγελμα αλλά και το κτίριο είχε μεγάλη παράδοση και ήθελαν να την κρατήσουν. Ό,τι έφτιαχναν το έκαναν με μεράκι και αγάπη και το έδιναν στον κόσμο στις καλύτερες τιμές.

Ευτυχώς υπήρχαν και οι άνθρωποι που έρχονταν κάθε μέρα, οι «θαμώνες» όπως τους λέμε, οι οποίοι, αγοράζοντας απλά ένα καρβέλι ψωμί, ένα γλύκισμα ή έναν καφέ, φρόντιζαν το μαγαζί – αν και είχε κινδυνεύσει στο παρελθόν πολλές φορές- να μην κλείσει.
Ο ποδηλάτης με τον καφέ, που ήταν συνέχεια ανήσυχος ότι δεν θα προλάβει, η δασκάλα που είχε πολλά νεύρα και έτρωγε πρωί πρωί ένα τεράστιο σάντουιτς, ο μαθητής που έπαιρνε κουλούρι και έδινε και στον σκύλο του, η μητέρα που έπαιρνε κουλουράκια σοκολάτας στα παιδιά της και ένας πατέρας που κάθε πρωί, στις 7.01 έπαιρνε το ψωμί για να το πάει στην οικογένεια.
Αυτοί ήταν όλοι κι όλοι. Δεν αγόραζαν πολλά, αλλά βοηθούσαν τον μικρό φούρνο να μένει ανοιχτός για χρόνια και φυσικά, με αυτό τον τρόπο έλεγαν «ευχαριστώ» στους δημιουργούς ψωμιού, γλυκισμάτων και καφέ για τον κόπο τους.
Ήταν πια εξάλλου όλοι φίλοι με όλους.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν….

Γιατί μια συννεφιασμένη Δευτέρα, στις 7.01 δεν ήρθε κανείς στον φούρνο. Τα βλέμματα πάγωσαν, η πόρτα παρέμενε κλειστή μέχρι τις 8.01 και οι ερωτήσεις άρχισαν να πέφτουν βροχή.
«Μα τι δεν του αρέσει στο ψωμί μου;» είπε με παράπονο η Αρχοντούλα –που αδιαμφισβήτητα πια, έκανε το καλύτερο ψωμί στην πόλη. «Αν τον χάσουμε από πελάτη, θα πρέπει να σταματήσω να έρχομαι στην δουλειά με το αυτοκίνητο και να κάνω τόσο δρόμο με τα πόδια! Θα μπούμε όλοι σε πολλά έξοδα..».

Την δεύτερη μέρα, όλοι τον περίμεναν στις 7.01 με κομμένη την ανάσα, αλλά κι πάλι ο πατέρας με τα έξι παιδιά, είχε γίνει άφαντος.
Παρασκευή είχε πάει και κανείς δεν είχε δει τον ψηλόλιγνο άντρα.

Ώσπου, το Σάββατο στις 7 ακριβώς τον είδε ο φούρναρης να πηγαίνει τρέχοντας στο σπίτι του, με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη.
«Καλημέρα φίλε μου», είπε ο πατέρας και συνέχισε να τρέχει.
Το χαμόγελο του φούρναρη άρχισε να σβήνει. «Μα γιατί;».

Την Δευτέρα, το ίδιο. Μόνο που αυτή την φορά ο πατέρας κουβαλούσε ένα μεγάλο τσουβάλι γεμάτο με………… μικρά, αφράτα ψωμάκια!

«Ε ως εδώ!» είπε η Αρχοντούλα. «Δεν νοιάζεται για εμάς! Δεν είναι φίλος μας. Σταματήστε να του χαμογελάτε, και να του μιλάτε. Ξέρετε ποια είναι η αλήθεια; Ότι θα ερχόμαστε κάθε πρωί στην δουλειά με τα πόδια. Αν υπάρχει δηλαδή αυτός ο φούρνος και δεν γκρεμιστεί! Γιατί αν δεν υπάρχει κόσμος να αγοράζει τα ψωμιά μας, θα γκρεμιστεί!».
Έτσι κι έγινε. Κάθε πρωί ο πατέρας περνούσε κουβαλώντας τα δικά του ψωμιά στην πλάτη, την ώρα που ο φούρναρης έβαζε το παλιό, πολυαγαπημένο του ψωμί στο ράφι. Πήγαινε να πει καλημέρα, αλλά κανείς δεν τον κοιτούσε. «Ας είναι», σκέφτηκε, «οι φίλοι μου πρέπει να είναι αρκετά απασχολημένοι για να μην προλαβαίνουν να με καλημερίσουν».

Ένα πρωί, ο πατέρας, πέρασε το κατώφλι της πόρτας, στις 7.01.
Στα χέρια του κρατούσε –ξανά- ένα μικρό τσουβάλι.
«Τι θέλεις εδώ;» άρχισε να φωνάζει η Αρχοντούλα με απελπισία.
«Ήρθα να σας δείξω….» άρχισε να λέει ο φτωχός οικογενειάρχης, μα οι φωνές τον έκαναν απότομα να σταματήσει. «Έξω, έξω!».
«Ας είναι», σκέφτηκε. Έκανε δύο βήματα μπροστά, πλησίασε το ράφι, και άφησε σε αυτό, πέντε μικρά καρβέλια ψωμί. «Αυτά, τα έφτιαξα μόνος μου για εσάς» είπε, «το ξέρω πως έχετε ήδη δικό σας ψωμί, αλλά σκέφτηκα να βοηθήσω, επειδή είστε φίλοι μου και σας αγαπώ».
Έκλεισε την πόρτα πίσω του και πήγε να μοιράσει στα παιδιά του το ψωμί και το γάλα τους, πικραμένος είναι η αλήθεια, αφού του έβαλαν τις φωνές στο μαγαζί.

Και τι έφταιγε δηλαδή που δεν μπορούσε πια να είναι θαμώνας;
Η αλήθεια είναι πως ο άτυχος άντρας, είχε χάσει την δουλειά του ένα πρωινό Δευτέρας.
Καταχαρούμενος καθώς είχε αφήσει γάλα και φρέσκο ψωμί στα μικρά παιδιά του, πήγε στο βιβλιοπωλείο όπου εργαζόταν σχεδόν για όλη του την ζωή.
«Σωκράτη, θα κλείσει το μαγαζί.» ,του είπε το αφεντικό του, «έχουμε μείνει με έναν πελάτη. Κανείς δεν διαβάζει βιβλία τώρα πια. Αύριο τα μαζεύω και πάω στην άλλη άκρη της χώρας να ανοίξω ένα μαγαζί με υπολογιστές. Μπορείς να έρθεις αν θέλεις.»
Ήταν όμως αδύνατον. Τα παιδιά πήγαιναν εκεί σχολείο, η γυναίκα του εργαζόταν ως νηπιαγωγός στο σχολείο της γειτονιάς, δεν μπορούσε να της ζητήσει κάτι τέτοιο.
Κάθε πρωί λοιπόν, αποχαιρετούσε τα παιδιά του και τους έταζε γάλα για το μεσημέρι. Για ψωμί, ούτε λόγος. Πήγαινε στα σκαλοπάτια του παλιού τους μαγαζιού και σκεφτόταν..

Αχ, πιο πολύ του έλειπε το ψωμάκι που τόσο τους άρεσε! Ποιος να ήξερε ότι μια μέρα θα έκανε δεύτερες σκέψεις για την αγορά του. Ήταν ένας φτωχός, άνεργος οικογενειάρχης. Έπρεπε να βρει την λύση μόνος του.

Έτσι λοιπόν, άρχισε να προμηθεύεται αλεύρι, μαγιά και αλάτι από τον καλό του ξάδελφο που προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, για να φτιάξει ο ίδιος ψωμί, με την προϋπόθεση πως θα του αφήνει ένα μεγάλο καρβέλι κάθε πρωί για τα δικά του παιδιά. Το υπόλοιπο ψωμί μπορούσε να το πάει στα αγαπημένα του πρόσωπα. Έτσι, ήταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι.
Δεν ήταν θαμώνας πια και αυτό ίσως να στενοχωρούσε τους φίλους του. Δεν μπορούσε όμως να κάνει και κάτι άλλο.

Το επόμενο πρωί τον περίμενε μια έκπληξη έξω από τον μικρό φούρνο.
«Σε χρειαζόμαστε», είπε ο φούρναρης. «Μήπως έχεις χρόνο και όρεξη για δουλειά;».
«Φυσικά!» απάντησε ο πατέρας. Και κάθε μέρα, στο ράφι, υπήρχαν πια τα καρβέλια του, από αλεύρι, μαγιά και αγάπη. Οι θαμώνες αλλά και οι μη-θαμώνες πολλαπλασιάστηκαν.


Έτσι, σε μια μικρή και πολύβουη πόλη, στεκόταν ο φούρνος που δεν γκρεμίστηκε, χάρη στην αγάπη και την καλοσύνη των ανθρώπων, που, παρά τις δυσκολίες, μαζί βρήκαν τη λύση. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου